- παρμάρα
- η1. για πρόσωπα, αποπληξία, ημιπληγία, παράλυση.2. για ζώα, αρρώστια των γιδιών και προβάτων, εξαιτίας της οποίας τα ζώα κουτσαίνουν και παύουν να δίνουν γάλα: Τα γίδια τα βρήκε φέτος παρμάρα και δεν είχαμε πολύ γάλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.