παρμάρα

παρμάρα
η
1. για πρόσωπα, αποπληξία, ημιπληγία, παράλυση.
2. για ζώα, αρρώστια των γιδιών και προβάτων, εξαιτίας της οποίας τα ζώα κουτσαίνουν και παύουν να δίνουν γάλα: Τα γίδια τα βρήκε φέτος παρμάρα και δεν είχαμε πολύ γάλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρμάρα — η 1. λαϊκή ονομασία τής ασθένειας τών αιγοπροβάτων που λέγεται αγαλακτία, αλλ. παρμός 2. (σχετικά με πρόσ.) η ημιπληγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρμός + κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • παρμός — ο 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παίρνω, το πάρσιμο, η άλωση, η κατάληψη 2. η παρμάρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. (να) πάρω τού παίρνω + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”